πορφυρομιγής

πορφυρομιγής
πορφῠρο-μῐγής, ές,
A mixed with purple,

ἐσθής Poll.7.48

, cf.10.42.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πορφυρομιγής — mixed with purple masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφυρομιγής — ές, Α φρ. «πορφυρομιγὴς ἐσθής» εσθήτα, ένδυμα με πορφυρές διακοσμήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + μιγής (< μ(ε)ίγνυμι)] …   Dictionary of Greek

  • πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”